-ισμός

-ισμός
(ΑΜ -ισμός)
παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. -μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ-μός < πνίγ-ω, συρ-μός < σύρ-ω) από το θ. σε -ισ- τού αορ. τών ρ. σε -ίζω (πρβλ. εξ-ε-φόβ-ισ-α < εκ-φοβ-ισ-μός, χώρ-ισ-α > χωρ-ισ-μός). Η κατάλ. -ισμός εμφανίστηκε νωρίς (πρβλ. ὀαρ-ισμὸς < ὀαρ-ίζω «συνομιλώ τρυφερά» στον Ησίοδο), η χρήση της όμως παρέμεινε περιορισμένη μέχρι πολύ αργότερα. Οι τραγικοί τή χρησιμοποιούν σπανίως ως έντονα εκφραστικό στοιχείο (πρβλ. ὁπλ-ισμός < ὁπλ-ίζω, ἀπο-λακτ-ισμός < ἀπο-λακτ-ίζω στον Αισχύλο). Στη συνέχεια η κατάλ. κατέστη πολύ παραγωγικότερη, στη δε Νέα Ελληνική χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή και μετονοματικών παραγώγων (πρβλ. αστ-ισμός < ἄστυ, τυχο-διωκτ-ισμός < τυχο-διώκτης, ψυχ-ισμός < ψυχή). Στη συντριπτική τους πλειονότητα τα νεοελλ. παρ. ον. σε -ισμός είναι αντιδάνεια και μεταφορές ή αποδόσεις ξένων όρων που εμφανίζουν την κατάλ. -ism(e) (< λατ. -ismus < αρχ. ελλ. -ισμός) πρβλ. αθλητ-ισμός, (αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. athlet-isme), αλτρου-ισμός (μεταφορά του γαλλ. altru-isme), κεφαλαιοκρατ-ισμός (απόδοση τού γαλλ. capital-isme). Την κατάλ. εμφανίζουν πολλοί επιστημονικοί και τεχνικοί όροι (πρβλ. απ-εγκεφαλ-ισμός, γαλβαν-ισμός, πολυ-μορφ-ισμός). Χρησιμοποιήθηκε επίσης ευρέως για τη δήλωση θρησκευτικών, φιλοσοφικών και πολιτικών συστημάτων και θεωριών (πρβλ. ανιμ-ισμός, γνωστικ-ισμός, κομμουν-ισμός, μαρξ-ισμός, μωαμεθαν-ισμός, στωικ-ισμός, υλ-ισμός, υπαρξ-ισμός, χριστιαν-ισμός), καθώς και ιδεολογικών και αισθητικών ρευμάτων (πρβλ. αναρχ-ισμός, καθαρευουσιαν-ισμός, σουρρεαλ-ισμός αλλά και χαρακτηριστικών αντιλήψεων και τρόπων συμπεριφοράς τών ατόμων (πρβλ. δασκαλ-ισμός, σοφο-λογιωτατ-ισμός, καθώς και το «σύνθετο εκ συναρπαγής» ωχ-αδερφ-ισμός). Βλ. και -ιστής.Παραδείγματα λέξεων σε -ισμός: ανθρωπισμός, αποκεφαλισμός, διαμελισμός, δυαδισμός, εκτραχηλισμός, εξανδραποδισμός, ερεθισμός, ευδαιμονισμός, ηρωισμός, ιωτακισμός, καλλωπισμός, κατακερματισμός, λογισμός, οικισμός, ονειδισμός, οραματισμός, οπλισμός, πολιτισμός, προπηλακισμός, προσδιορισμός, συνασπισμός, τοκισμός, τραυματισμός, χαρακτηρισμός, χειρισμός
αρχ.
αθανατισμός, απολακτισμός, εγχυματισμός, οαρισμός, οιωνισμός, ορθρισμός, σκυβαλισμός, συνθετισμός, τραγαλισμός, υδατισμός, φαυλισμός, ωστισμός
νεοελλ.
αθλητισμός, αναλφαβητισμός, αναρχισμός, απομονωτισμός, αστισμός, αυτοματισμός, βενιζελισμός, δασκαλισμός, δημοτικισμός, εθνικισμός, εκδημοκρατισμός, εκσυγχρονισμός, ερωτισμός, ηλεκτρισμός, ιδεαλισμός, καθαρευουσιανισμός, κοινοβουλευτισμός, λαϊκισμός, μαγνητισμός, ναζισμός, πανσεξουαλισμός, ρεαλισμός, σοσιαλισμός, σοφολογιωτατισμός, τροτσκισμός, τυχοδιωκτισμός, υλισμός, φανατισμός, φασισμός, φεμινισμός, χριστιανισμός, ψυχαρισμός, ψυχισμός, ωχαδερφισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρνασ(σ)ισμός — ο ποιητικό ρεύμα που εμφανίστηκε στη Γαλλία κατά την δεκαετία τού 1860 και κυριάρχησε ώς το τέλος τού 19ου αιώνα, αποτέλεσε τη γέφυρα ανάμεσα στον ρομαντισμό και στον συμβολισμό και αναζήτησε την ποιητική έμπνευση στους πολιτισμούς τής… …   Dictionary of Greek

  • σουν(ν)ισμός — ο, Ν ο μεγαλύτερος από τους δύο μεγάλους κλάδους τού ισλαμισμού, που αναγνωρίζει τους τέσσερεις πρώτους χαλίφες ως νόμιμους διαδόχους τού Μωάμεθ, θεωρεί ως σημαντικό και πρωταρχικό στοιχείο τις απόψεις και τα έθιμα τής πλειονότητας τής κοινότητας …   Dictionary of Greek

  • τορπιλ(λ)ισμός — ο, Ν [τορπιλ(λ)ίζω] 1. (στρ. ναυτ.) επίθεση και προσβολή εχθρικού στόχου με τορπίλες είτε κατά τη διάρκεια ναυμαχίας είτε αιφνιδιαστικά («ο τορπιλισμός τής Έλλης ») 2. μτφ. υπονόμευση, ματαίωση προσπάθειας ή έργου με ύπουλες ενέργειες …   Dictionary of Greek

  • τυνδαλ(λ)ισμός — ο, Ν (φαρμ.) βλ. τυνταλισμός …   Dictionary of Greek

  • -ιστής — (ΑΜ ιστής) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τής, η οποία στα μεταρρηματικά παράγωγά της δηλώνει τον δράστη μιας ενέργειας (πρβλ. ποιώ > ποιη τής, πολιτεύομαι > πολιτευ τής) από το θ. σε –ισ τού αορ. πολλών ρ. (συνήθως σε ίζω), πρβλ. ῥαίω… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνισμός — ο παλαιός όρος που χρησιμοποιήθηκε αντί τού όρου σοσιαλισμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Κοινων ισμός (αντί τού ορθτ. *κοινωνικ ισμός ως απόδοση τού γαλλ. social isme) < θ. κοινων τού κοινων ικός + κατάλ. ισμός (πρβλ. εθνικ ισμός, κομμουν ισμός). Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • κοινισμός — κοινισμός, ὁ (Α) η ανάμιξη διαφόρων διαλέκτων, το να αναμιγνύει κάποιος στη γραφή ή στον λόγο διάφορες διαλέκτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός (πρβλ. φρ. κοινή διάλεκτος) + ισμός (πρβλ. εθνικ ισμός, ψιμυθ ισμός)] …   Dictionary of Greek

  • θηβαϊσμός — ο χρόνια δηλητηρίαση που προκαλείται από τη θηβαΐνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θήβαι + κατάλ. ισμός κατά τα μεταρρηματικά παρ. τών εις ίζω (πρβλ. οικ ίζω > οικ ισμός)] …   Dictionary of Greek

  • λαϊκισμός — ο πολιτική στάση και πρακτική που απευθύνεται κυρίως προς το «θυμοειδές» τών ανθρώπων και που, με την υπόθαλψη επιθυμιών και πόθων, με την προβολή «χαρισματικών» ηγετών, ουτοπικών οραμάτων και ανεφάρμοστων προγραμμάτων, καθώς και με την… …   Dictionary of Greek

  • λιθοβολισμός — ο (Α λιθοβολισμός) η βολή λίθων νεοελλ. η θανάτωση με πετροβόλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθοβολῶ, κατά τα ουσ. σε ισμός (πρβλ. πετροβολ ισμός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”